“Ναι,” είπα.
“Π-πέθανα;”
“Ναι. Αλλά μην νιώθεις άσχημα γι’ αυτό. Όλοι πεθαίνουν,” είπα.
“Είσαι ο Θεός;” ρώτησες.
“Ναι,” απάντησα. “Είμαι ο Θεός.”
“Τα παιδιά μου…η γυναίκα μου,” είπες.
“Τι τρέχει με αυτούς;”
“Θα είναι καλά;”
Με κοίταξες με γοητεία. Σε εσένα, δεν έμοιαζα με το Θεό. Έμοιαζα απλά με έναν άντρα. ‘Η πιθανόν μια γυναίκα. Μια ασαφή φιγούρα με εξουσία, ίσως. Περισσότερο με καθηγητή γραμματικής, παρά με τον Παντοδύναμο.
“Σε κανένα από τα δύο,” είπα. “Θα μετενσαρκωθέις”
“Ααα,” είπες. “Άρα οι Ινδουιστές είχαν δίκιο.”
“Όλες οι θρησκείες είναι σωστές με το δικό τους τρόπο,” είπα. “Περπάτα μαζί μου.”
“Όχι κάπου συγκεκριμένα,” είπα. “Είναι απλά ωραίο να περπατάμε καθώς μιλάμε.”
“Τότε ποιο είναι το νόημα;” ρώτησες. “όταν ξαναγεννηθώ, θα είμαι απλά μια κενή πλάκα, σωστά;
“Όχι έτσι!” είπα. “Έχεις μέσα σου όλες τις γνώσεις και τις εμπειρίες των προηγούμενων ζωών σου. Απλά δεν τις θυμάσαι την συγκεκριμένη στιγμή.”
“Ω, πολλές. Πάρα πολλές. Και σε πολλές διαφορετικές ζωές.” είπα. “Αυτή τη φορά, θα είσαι μια νεαρή Κινέζα χωριατοπούλα το 540 μ.Χ.”
“Βασικά είναι μια λογική ερώτηση.” επέμεινες.
“Όχι, απλά εσύ. Έφτιαξα όλο αυτό το σύμπαν για εσένα. Με κάθε καινούρια ζωή μεγαλώνεις και ωριμάζεις και γίνεσαι ένας μεγαλύτερος διανοούμενος.”
“Δεν υπάρχει κανένας άλλος,” είπα. “Σε αυτό το σύμπαν, υπάρχουμε μόνο εγώ και εσύ.”
“Όλοι εσύ. Διαφορετικές ενσαρκώσεις του εαυτού σου.”
“Τώρα το πιάνεις,” είπα με ένα συγχαρητήριο χτύπημα στην πλάτη.
“Είμαι όλοι οι άνθρωποι που έχουν ζήσει ποτέ;”
“Ή που θα ζήσουν ποτέ, ναι.”
“Και ο Τζον Γουίλκς Μπουθ επίσης,” προσέθεσα.
“Είμαι ο Χίτλερ;” είπες συγκλονισμένος.
“Και οι εκατομμύρια που σκότωσε.”
“Είμαι ο Ιησούς;”
“Και όλοι όσοι τον ακολούθησαν.”
“Επειδή κάποια μέρα θα γίνεις σαν εμένα. Επειδή αυτό είσαι. Είσαι ένας από το είδος μου. Είσαι το παιδί μου.”
Και σε έστειλα στο δρόμο σου.
